- μονοήμερος
- μονοήμεροςin one daymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονοήμερος — και μονήμερος, η, ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, ον) αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέρα μσν. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέρας αρχ. 1. αυτός που απαιτεί μία μέρα 2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα 3.… … Dictionary of Greek
μονοημέρως — μονοήμερος in one day adverbial μονοήμερος in one day masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοήμερον — μονοήμερος in one day masc/fem acc sg μονοήμερος in one day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοημέροις — μονοήμερος in one day masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοημέρου — μονοήμερος in one day masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοημέρους — μονοήμερος in one day masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοημέρων — μονοήμερος in one day masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοημέρῳ — μονοήμερος in one day masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοήμερα — μονοήμερος in one day neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek